- μεστῶσαι
- μεστόωfill full ofaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεστώνω — (ΑM μεστῶ, όω) [μεστός] γεμίζω κάτι εντελώς («πρὶν ὀργῆς καὶ με μεστῶσαι», Σοφ.) νεοελλ. 1. (για καρπούς) κάνω κάτι μεστό, εύσαρκο ή χυμώδες, τό κάνω να ωριμάσει, τό σχηματίζω πλήρως («ο ήλιος μέστωσε τα στάχια») 2. (για καρπούς) ωριμάζω, γίνομαι … Dictionary of Greek